-
1 χερείων
χερείων, χέρειον, gen. χερείονος, ep. compar. zu κακός, = χείρων, schlechter, geringer, übh. nachstehend; ἐπεὶ οὐ ἕϑεν ἐστὶ χερείων, οὐ δέμας, οὐδὲ φυήν, οὔτ' ἄρ' φρένας, οὔτε τι ἔργα Il. 1, 114, vgl. Od. 5, 211; ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ Il. 1, 576 Od. 18, 404. In Vrbdgn, wie οὐ μὲν γάρ τι χέρειον ἐν ὥρῃ δεῖπνον ἑλέσϑαι Od. 17, 176, vgl. 23, 262, tritt die Comparativbdtg zurück, es ist nicht übel; welchen Gebrauch auch die sp. Prosa bei χεῖρον nachahmt. – Vgl. χείρων, χερειότερος u. den diesen gemeinsamen Positiv χέρης.
-
2 χερείων
Aχερείους A.R.2.1220
:—[dialect] Ep. for χείρων, meaner, inferior, in rank, worth, or wealth,κεῖνος δὲ χερείονος ἐκ θεοῦ ἐστιν Il.20.106
, cf. Od.20.45;τὰ χερείονα νικᾷ Il.1.576
;χερείονά περ καταπεφνών 17.539
; in body or mind,ἐπεὶ οὔ ἑθέν ἐστι χ., οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, οὔτ' ἂρ φρένας οὔτε τι ἔργα 1.114
, cf. Od. 5.211; rare in Prose,ἄρχεσθαι ὑπὸ χερείονος Democr.49
; opp. κάρρων, Aesar. ap. Stob.1.49.27.2 of things, οὔ τι χέρειον ἐν ὥρῃ δεῖπνον ἑλέσθαι 'tis not the worse part, 'twere not amiss, Od.17.176, cf. 23.262.II irreg. forms, dat. χέρηϊ, acc. χέρεια, nom. pl. χέρηες, acc. neut. χέρεια, all used in compar. sense, κρείσσων γὰρ βασιλεύς, ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηϊ with a man of meaner rank, Il.1.80;οἷά τε τοῖς ἀγαθοῖσι παραδρώωσι χέρηες Od.15.324
;ἐσθλά τε καὶ τὰ χέρεια 18.229
, 20.310; ἐσθλὰ μὲν ἐσθλὸς ἔδυνε, χέρεια δὲ χείρονι δόσκον, where ἐσθλὰ ἐσθλός and χέρεια χείρονι are evidently correlative, Il.14.382; c. gen.,υἱὸν.. εἷο χέρεια μάχῃ, ἀγορῇ δὲ ἀμείνω 4.400
;οὔ τι χέρεια πατρός Od.14.176
.— χέρεια was written by Aristarch. in Od.14.176, where codd. have χερείω (χέρῃα Eust.488.38
).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χερείων
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий